- σπαής
- ο, Νβλ. σπαχής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπαχής — Ονομασία ατάκτων Τούρκων ιππέων. Στα χρόνια της ακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εμφανίζονταν σαν φεουδάρχες, ιδιοκτήτες στρατιωτικών κυρίως φέουδων, τα οποία τους παραχωρούνταν από το κράτος, μετά την κατάκτηση χριστιανικών χωρών. Οι σ.… … Dictionary of Greek
Αλή Τσεκούρας — (; – 1821).Τούρκος φοροεισπράκτορας (σπαής) από την Τρίπολη, ονομαστός για τη θηριωδία του. Το πραγματικό του όνομα ήταν Αλή Τεσούκης ή Ντελής και έδρασε στην Πελοπόννησο στα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας. Το παρωνύμιό του το οφείλει στο… … Dictionary of Greek
spahiu — SPAHÍU1, spahii, s.m. Soldat dintr un corp de cavalerie otomană recrutat din rândurile aristocraţiei militare. – Din tc. sipahi. Trimis de dante, 13.09.2007. Sursa: DEX 98 SPAHÍU2, spahii, s.m. Militar din vechea cavalerie indigenă a coloniilor … Dicționar Român
σπαχής — σπαχής, ο και σπαής, ο (λ. τουρκ.), ιππέας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)